εξομαλισμός

εξομαλισμός
ο
1. η εξομάλιση (βλ. λ.).
2. (γραμμ.), γλωσσικό φαινόμενο όπου τα λιγότερα αφομοιώνονται στην κλίση προς τα περισσότερα ή προς τα ομαλότερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξομαλισμός — ο (AM ἐξομαλισμός) [εξομαλίζω] η εξομάλυνση νεοελλ. γλωσσικό φαινόμενο κατά το οποίο τα σπανιότερα ή τα λιγότερα τείνουν να αφομοιωθούν προς τα ομαλότερα αρχ. μσν. 1. η μείωση τών δυσχερειών ενός κειμένου, η ερμηνεία 2. προσαρμογή, εναρμόνιση …   Dictionary of Greek

  • εξομάλυνση — η 1. ισοπέδωση, ίσασμα, αφαίρεση ανωμαλιών, εξομαλισμός. 2. μτφ., διευθέτηση (διαφορών), τακτοποίηση, ξεκαθάρισμα, ξεμπέρδεμα: Είναι δύσκολη η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών διαφορών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”